τσιγάρισμα

τσιγάρισμα
το, -ατος
1. καβούρντισμα, ξεροτηγάνισμα.
2. μτφ., βασάνισμα, ταλαιπωρία, κακοπέραση: Τι τσιγάρισμα τράβηξα απ' την γκρίνια του!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσιγάρισμα — το, Ν [τσιγαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιγαρίζω …   Dictionary of Greek

  • καβούρντισμα — και καβούρδισμα, το 1. φρυγάνισμα, ξεροψήσιμο «τα αμύγδαλα θέλουν καβούρντισμα») 2. τσιγάρισμα («το καβούρντισμα τού καφέ γίνεται σιγά σιγά») 3. συνεκδ. κόψιμο, ψήσιμο, υπερθέρμανση λιοπύρι. 4. μτφ. βασάνισμα, παιδεμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζω… …   Dictionary of Greek

  • κοκκίνισμα — το [κοκκινίζω] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού κοκκινίζω, το να γίνει κάτι κόκκινο, ερυθρίαση, ερύθημα 2. το ψήσιμο με λάδι ή βούτυρο, στο τηγάνι ή σε χύτρα, ενός εδέσματος, κυρίως κρέατος, μέχρις ότου αυτό κοκκινίσει, τσιγάρισμα, καβούρντισμα,… …   Dictionary of Greek

  • ογκρα(ν)τέν — το άκλ. τρόπος μαγειρέματος και είδος φαγητού που έχει ως βάση άσπρη σάλτσα και αβγά και γίνεται συνήθως στο φούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. au gratin «υπόλειμμα φαγητού» και «τσιγάρισμα, φρύγμα»] …   Dictionary of Greek

  • κοκκίνισμα — το, ατος 1. το να γίνει κάτι κόκκινο. 2. το ξεροψήσιμο, το τσιγάρισμα του κρέατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσίκνισμα — το, ατος 1. το κάψιμο του κρέατος που μαγειρεύεται με λίγο υγρό. 2. το τσιγάρισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”